ἀδελφιδῆς

ἀδελφιδῆς
ἀδελφιδῆ
a brother's
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αδελφίδης — (6ος αι. μ.Χ.).Λόγιος. Πολέμησε τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για το Άγιο Πνεύμα και για τον σκοπό αυτό έγραψε και βιβλίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”